- λινοκάλαμον
- λῐνο-κάλᾰμον [κᾰ], τό,A = λινοκαλάμη, PMasp.116.3 (pl., vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινοκαλάμι — και λινοκάλαμο, το (AM λινοκαλάμη, ἡ, Μ και λινοκάλαμον, τὸ) το λινάρι μσν. αρχ. το άχυρο τού λίνου, που χρησιμοποιούνταν για στέγαση καλύβας («καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ λινοκαλάμη τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον +… … Dictionary of Greek